Λουκρήτιος - Ύμνος στην Αφροδίτη 
(από το βιβλίο του De Rerum Natura)

 

Μητέρα της γενιάς του Αινεία, θεών και ανθρώπων ηδονή, πάνσεπτη Αφροδίτη, κάτω από το θόλο του ουρανού όπου γλιστρούνε τ' άστρα εσύ δίνεις ζωή στη θάλασσα που πλέουν τα καράβια και στην καρπερή τη γη, χάρη σ' εσένα κάθε πλάσμα ζωντανό γεννιέται κι αντικρίζει το φως του ήλιου· μόλις φανείς εσύ, θεά, σκορπίζονται οι άνεμοι και τ' ουρανού τα νέφη, με τ' άγγιγμα σου η τεχνήτρα γη βγάζει τα ευωδιαστά λουλούδια, για σένα χαμογελούν τα πέλαγα και λάμπει γαληνεμένος ο ουρανός, στο φως πλημμυρισμένος. Σαν προβάλει ανοιξιάτικη η μέρα και λεύτερη πια φυσήξει η ζωογόνα αύρα του Ζέφυρου, εσένα πρώτα, θεά, υμνούνε τα πουλιά και διαλαλούν τον ερχομό σου, ανάστατα από τη δύναμή σου.

Τότε σκιρτούν τ' άγρια κοπάδια πέρα στα καταπράσινα λιβάδια και διαβαίνουν ποτάμια ορμητικά· αιχμάλωτα της σαγήνης σου σ' ακολουθούν όλα με πόθο, όπου κι όπως εσύ κινάς να τα οδηγήσεις. Στα πέλαγα και στα βουνά, στα ορμητικά ποτάμια, στις φυλλωσιές όπου φωλιάζουν τα πουλιά και στους χλοερούς τους κάμπους, εσύ ανάβεις στα στήθη όλων τον γλυκό έρωτα κι όλα τα όντα κάνεις να ποθούν να διαιωνίσουν τη γενιά τους. Κι αφού μόνη εσύ ορίζεις τη φύση των όντων και χωρίς εσένα τίποτε δεν έρχεται ν' αναδυθεί στις όχθες του θεϊκού φωτός και τίποτε πρόσχαρο και θελκτικό δε γεννιέται, εσένα λοιπόν ποθώ να έχω σύντροφό μου στη γραφή των στίχων που βάλθηκα να συνθέσω για τη Φύση των Πραγμάτων, για χάρη του Μεμμιάδη μας, που εσύ, θεά, ευδόκησες να τον προικίσεις με όλες τις χάρες, για να ξεχωρίζει στους αιώνες.
Δώσε θεά στα λόγια μου αιώνια ομορφιά και κάνε να καταλαγιάσουν τα άγρια έργα του πολέμου στα πέλαγα και σ' όλες τις στεριές. Γιατί μόνο εσύ μπορείς να δώσεις στους θνητούς χαρά με μια γαλήνια ειρήνη, αφού ο Άρης, ο άρχοντας των όπλων, που ορίζει τα άγρια έργα του πολέμου, στην αγκαλιά σου βυθίζεται κάθε τόσο νικημένος απ' την αγιάτρευτη πληγή του έρωτα, σ' εσένα το βλέμμα του υψώνει και παραδομένος σε θωρεί γέρνοντας πίσω τον όμορφο λαιμό του· μ' έρωτα τρέφει τ' αχόρταγά του μάτια κι από τα χείλη σου κρέμεται η ανάσα του. Γείρε θεά, κι όπως πλαγιάζει σκέπασ' τον με το ιερό κορμί σου, κι άφησ' από τα χείλη σου να βγουν γλυκά λογάκια και ζήτα, τρισένδοξη εσύ, ειρήνη αδιατάραχτη για τους Ρωμαίους. Γιατί σ' αυτούς τους χαλεπούς για την πατρίδα χρόνους, ούτε εγώ μπορώ με αμέριμνο νου στο έργο μου ν' αφοσιωθώ, ούτε ο ξακουστός γόνος των Μέμμιων, σε τέτοιες συνθήκες να λείψει από τη δράση για το κοινό καλό.

Επιστροφή στα περιεχόμενα