ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ


Α

άρπα: η άρπα ως όργανο ήταν γνωστή στην Ελλάδα από πολύ μακρινή εποχή, αλλά το όνομα (ο όρος) ήταν άγνωστο. Οι Έλληνες ονόμαζαν το όργανο αυτό τρίγωνον από το τριγωνικό του σχήμα.
άσκαρος: είδος κροτάλου (καστανιέτα). Ησ.: "ΓΕΝΟΣ ΥΠΟΔΗΜΑΤΩΝ Ή ΣΑΝΔΑΛΙΩΝ· ΟΙ ΔΕ ΚΡΟΤΑΛΑ". Ο άσκαρος ήταν, όπως πίστευαν μερικοί, το ίδιο ή παρόμοιο με ένα άλλο κρουστό όργανο, την ψιθύρα (Πολυδ. IV, 60: "ΕΝΙΟΙ ΔΕ ΤΗΝ ΨΙΘΥΡΑΝ ΤΗΝ ΑΥΤΗΝ ΕΙΝΑΙ ΤΩι ΑΣΚΑΡΩι ΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΩι ΝΟΜΙΖΟΥΣΙ").
αυλός: 
Β
βακύλιον ή βαβούλιον: σύμφωνα με μερικούς λεξικογράφους, συνώνυμο με το κύμβαλον. Ησ.: "ΚΥΜΒΑΛΟΝ, ΒΑΚΥΛΙΟΝ, ΒΑΒΟΥΛΙΟΝ, ΕΙΔΟΣ ΟΡΓΑΝΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟΥ".
βάρβιτος (ο και η) και βάρβιτον (το): μια παραλλαγή της λύρας. Η βάρβιτος ήταν πιο στενή από τη λύρα και μακρύτερη· επομένως, οι χορδές της ήταν μακρύτερες και η έκταση χαμηλότερη. Η βάρβιτος ήταν πολύ παλιό όργανο. Στον Αθήναιο υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές για την εφεύρεσή του. Κατά τον Πίνδαρο ο Τέρπανδρος υπήρξε ο εφευρέτης του βαρβίτου ("ΠΙΝΔΑΡΟΥ ΛΕΓΟΝΤΟΣ ΤΟΝ ΤΕΡΠΑΝΔΡΟ... ΕΥΡΕΙΝ... ΤΟΝ ΒΑΡΒΙΤΟΝ" Αθην. ΙΔ', 635D, 37). Κατά τον Νεάνθη όμως τον ιστορικό από την Κύζικο, το βάρβιτον ήταν εφεύρεση του Ανακρέοντα ("ΚΑΙ ΑΝΑΚΡΕΟΝΤΟΣ [ΕΥΡΗΜΑ] ΤΟ ΒΑΡΒΙΤΟΝ"· Αθήν. Δ' 175Ε, 77· επίσης FHG III, 2, απόσπ. 5). Βέβαιο είναι ότι ήταν όργανο που απολάμβανε μεγάλη τιμή στη σχολή της Λέσβου (Τέρπανδρος, Αλκαίος, Σαπφώ, Ανακρέων). 
  Ο αριθμός των χορδών του βάρβιτου δεν είναι γνωστός. Ο Θεόκριτος (Ειδύλλια XVI, Χάριτες ή Ιέρων V, 45) λέει πως ήταν ένα πολύχορδο όργανο ("ΒΑΡΒΙΤΟΝ ΕΣ ΠΟΛΥΧΟΡΔΟΝ"), ενώ ο κωμικός ποιητής Αναξίλας στο Λυροποιό του (Αθήν. Δ' 183Β, 81) μιλά για τριχόρδους βαρβίτους ("ΕΓΩ ΔΕ ΒΑΡΒΙΤΟΥΣ ΤΡΙΧΟΡΔΟΥΣ").
Άλλα ονόματα, όπως βάρμος, βάρωμος και βαρύτιμον, συναντώνται αντί του βάρβιτον. Στον Αθήναιο (ΙΔ' 636C, 38) διαβάζουμε: "ΚΑΙ ΓΑΡ ΒΑΡΒΙΤΟΣ Ή ΒΑΡΜΟΣ". Η λέξη βαρύτιμον προέρχεται από το βαρύς (χαμηλός) και μίτος (χορδή). Πολυδ. (IV, 59): "ΤΩΝ ΜΕΝ ΚΡΟΥΟΜΕΝΩΝ ΕΙΗ ΑΝ ΛΥΡΑ, ΚΙΘΑΡΑ, ΒΑΡΒΙΤΟΝ. ΤΟ Δ' ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΒΑΡΥΤΙΜΟΝ". ([Τα ονόματα] των εγχόρδων οργάνων είναι λύρα, κιθάρα, βάρβιτον· το ίδιο και βαρύτιμον). Στον Αθήναιο, ωστόσο, (Δ' 182F, 80) ο βάρωμος αναφέρται σαν ένα καθαρά διαφορετικό όργανο: "ΤΟΝ ΓΑΡ ΒΑΡΩΜΟΝ ΚΑΙ ΒΑΡΒΙΤΟΝ, ΩΝ ΣΑΠΦΩ ΚΑΙ ΑΝΑΚΡΕΩΝ ΜΝΗΜΟΝΕΥΟΥΣΙ".
  Για την έκφραση "παίζω το (τη) βάρβιτο" χρησιμοποιούσαν το ρήμα βαρβιτίζω (Kock CAF, 571, Αριστοφ. απόσπ. 752· και Πολυδ. IV, 63).
  O εκτελεστής του βαρβίτου λεγόταν βαρβιτιστής και ο τραγουδιστής, που συνόδευε ο ίδιος το τραγούδι του στο βάρβιτο, ΒΑΡΒΙΤΩιΔΟΣ.
βάρωμος: βλέπε λέξη βάρβιτος
βάταλον: κρούπεζα, κρουπέζιον. Κρόταλο από ξύλο ή μέταλλο· ξύλινο παπούτσι που το χτυπούσε ο αυλητής με το πόδι του για να σημειώνει το ρυθμό.
βυκάνη: αρχικά σήμαινε το κέρατο που χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί. Καμπυλωτή ή ελικοειδής σάλπιγγα, καμωμένη από κέρατο ή χαλκό· χρησιμοποιούνταν στο στρατό, καθώς και σαν κυνηγερικό κόρνο. Η Σούδα λέει απλά: "όργανον μουσικόν".
  Ο Πολύβιος (Ιστορ. ΙΕ', 12, 2) αναφέρει τη βυκάνη στο ακόλουθο απόσπασμα: "ΑΜΑ ΔΕ ΤΩι ΠΑΝΤΑΧΟΘΕΝ ΤΑΣ ΣΑΛΠΙΓΓΑΣ ΚΑΙ ΤΑΣ ΒΥΚΑΝΑΣ ΔΙΑΒΟΗΣΑΙ ΤΙΝΑ ΜΕΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΘΕΝΤΑ ΤΩΝ ΘΗΡΙΩΝ ΩΡΜΗΣΕ..."· (μόλις από όλες τις πλευρές ήχησαν βροντερά οι σάλπιγγες και οι βυκάνες, μερικά από τα θηρία αναταράχθηκαν και όρμησαν).
  Ο εκτελεστής της βυκάνης ονομαζόταν βυκανητής ή βυκανιστής· Πολύβ. Ιστορ. Β' 29, 6: "ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΟΝ ΜΕΝ ΓΑΡ ΤΟ ΤΩΝ ΒΥΚΑΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΣΑΛΠΙΓΚΤΩΝ ΠΛΗΘΟΣ [ΚΕΛΤΩΝ]" (αναρίθμητο ήταν το πλήθος των βυκανητών και των σαλπιγκτών [Κελτών]).
Γ
γίγγρας:
γλωττίς: αττ. γλωσσίς· και γλώττα ή γλώσσα· το γλωσσίδι του αυλού· κατασκευαζόταν από καλάμι. Το καλάμι που προοριζόταν γαι το γλωσσίδι ήταν ειδικής και ξεχωριστής ποιότητας.
Ο κατασκευαστής των γλωσσίδων λεγόταν γλωττοποιός (Πολυδ. ΙΙ, 108)· Ησ.: "Ο ΤΑΣ ΑΥΛΗΤΙΚΑΣ ΓΛΩΣΣΙΔΑΣ ΠΟΙΩΝ".
Δ
δακτυλικός:
δίαυλος ή δίδυμοι αυλοί: διπλός αυλός, δίδυμοι αυλοί. Ονομαζόταν επίσης δικάλαμος και δύζυγοι ή δίζυγες αυλοί. Νόνν. (Διον. ΧΙ, 227-228): "ΚΑΙ ΛΕΟΧΟΥ ΒΕΡΕΚΥΝΤΕΣ ΥΠΟ ΣΤΟΜΑ ΔΙΖΥΓΕΣ ΑΥΛΟΙ ΦΡΙΚΤΟΝ ΕΜΥΚΗΣΑΝΤΟ ΛΙΒΥΝ ΓΟΟΝ" (οι διπλοί Βερέκυντες [φρυγικοί] αυλοί στο στόμα του Κλέοχου αντήχησαν ένα αποτρόπαιο λιβυκό θρήνο).
δίζυγοι ή δίζυγες αυλοί: διπλός αυλός, δίδυμοι αυλοί. Η λέξη δίζυξ σήμαινε ζευγαρωμένος με έναν άλλο, επομένως διπλός.
Νόννος (Διονυσιακά VIII, 17): "ΕΙ ΚΤΥΠΟΣ ΟΥΡΕΣΙΦΟΙΤΟΣ ΑΚΟΥΕΤΟ ΔΙΖΥΓΟΣ ΑΥΛΟΥ..." (αν ακουγόταν ο βουνίσιος τόνος του δίαυλου).
δίζυξ χαλκός: ζευγάρι κυμβάλων (πιάτα, piatti) ή καστανιέτες.
δίσκος:
δόναξ:
Ε
έγχορδα:
ελικών:
έλυμος:
εμβατήριος αυλός:
εμπνευστά και εμπνευστικά:
εμφυσώμενα:
εννεάχορδον:
εντατόν: έγχορδο όργανο.
επιγόνειον:
επιπνεόμενα: πνευστά όργανα.
επιστομίς: άλλος όρος για τη φορβειά.
επτάγωνον: επτάγωνο όργανο που αναφέρεται από τον Αριστοτέλη (Πολιτ. Η' 6, 7, 1341Α): "ΕΠΤΑΓΩΝΑ ΚΑΙ ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΙ ΣΑΜΒΥΚΑΙ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΔΕΟΜΕΝΑ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ" (επτάγωνα και τρίγωνα και βαμβύκες και όλα τα όργανα που χρειάζονται δεξιότητα στα χέρια).
Θ
θήρειος αυλός: είδος αυλού που χρησιμοποιούσαν οι Θηβαίοι· ήταν κατασκευασμένος από μέλη μικρού ελαφιού· κατά τον Πολυδεύκη (IV, 75), το εξωτερικό του ήταν από μέταλλο: "ΘΗΡΕΙΟΣ ΑΥΛΟΣ· ΘΗΒΑΙΟΙ ΜΕΝ ΑΥΤΟΝ ΕΚ ΝΕΒΡΟΥ ΚΩΛΩΝ ΕΙΡΓΑΣΑΝΤΟ· ΧΑΛΚΗΛΑΤΟΣ Δ' ΗΝ ΤΗΝ ΕΞΩΘΕΝ ΟΨΙΝ" (θήρειος αυλός· οι Θηβαίοι τον κατασκεύαζαν από μέλη μικρού ελαφιού και ήταν κατεργασμένος με χαλκό στην εξωτερική του επιφάνεια).
θρηνητικός αυλός: αυλός που χρησιμοποιούνταν σε επικήδειες τελετές, με τον οποίο εκφραζόταν μεγάλος θρήνος (βλ. λ. καρικόν μέλος).
Ο αυλός αυτός ανήκε στους "ανδρείους" (ανδρικούς) αυλούς· το μήκος του ήταν μεγάλο και ο τόνος του βαρύς (χαμηλός, βαρύφθογγος) και εκφρστικός. Ο Αριστοτέλης τον ονόμαζε "αιάζοντα" (αιάζων = θρηνώδης) από το ρήμα αιάζω: θρηνώ, κλαίω.
Ο Πολυδεύκης (IV, 75) λέει πως "ΟΙ ΦΡΥΓΕΣ ΕΦΕΥΡΑΝ ΕΝΑΝ ΘΡΗΝΗΤΙΚΟ ΑΥΛΟ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΝ ΠΗΡΑΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΣΑΝ ΟΙ ΚΑΡΕΣ".
Ι
ιαμβίκη: έγχορδο όργανο τριγωνικού σχήματος. Φαίνεται πως το όνομά του προήλθε από τους ίαμβους, γιατί, καθώς λένε μερικές πηγές, συνόδευε αυτά τα τραγούδια. Ο Φίλις ο Δήλιος στο δεύτερο βιβλίο του Περί Μουσικής (Αθήν. ΙΔ' 636Β, 38) λέει: "ΕΝ ΟΙΣ ΓΑΡ ΤΟΥΣ ΙΑΜΒΟΥΣ ΗιΔΟΝ ΙΑΜΒΥΚΑΣ ΕΚΑΛΟΥΝ" (οι ιαμβύκες ήταν εκείνα τα όργανα που συνόδευαν τα τραγούδια ίαμβους"). Το ίδιο λέει και ο Ησύχιος. Ο Πολυδεύκης αναφέρει απλώς το όνομα του οργάνου ανάμεσα στα έγχορδα ("κρουόμενα").
ιδούθοι: είδος αυλού. Η λέξη απαντά μόνο στον Πολυδεύκη (IV, 77), που γράφει απλώς: "αυλών είδος", χωρίς να δίνει άλλες λεπτομέρειες.
ιπποφορβός: είδος αυλού που χρησιμοποιούσαν οι ιπποτρόφοι. Κατά τον Πολυδεύκη (IV, 74), ο αυλός αυτός ήταν εφεύρεση των Λίβυων νομάδων, που χρησιμοποιούσαν άλογα για τη βοσκή. "Το υλικό του ήταν από ξύλο δάφνης με το φλοιό βγαλμένο και καθαρισμένο από την εντεριώνη (ψύχα)· έδινε έναν οξύ, διαπεραστικό ήχο, που επηρέαζε τα άλογα με την οξύτητά του".
Κ
καθαπτόν: όργανο, όρος που χρησιμοποιούνταν για ένα κρουστό όργανο, που παιζόταν με χτύπημα του χεριού, όπως το τύμπανο. Ο μουσικός Αλκείδης από την Αλεξάνδρεια, ένας από τους δειπνοσοφιστές του Αθήναιου, μιλώντας για την ύδραυλη, αναφέρει τον Αριστοκλή, ο οποίος λέει (Αθήν. Δ' 174C) πως η ύδραυλη "ΕΝΤΑΤΟΝ ΟΥΝ ΚΑΙ ΚΑΘΑΠΤΟΝ ΟΥΚ ΑΝ ΝΟΜΙΣΘΕΙΗ" (δεν μπορούσε να θεωρηθεί ούτε έγχορδο, ούτε κρουστό όργανο)· για τη λέξη κρουστό χρησιμοποιεί τη λέξη "καθαπτόν".
κάλαμος:
καταπνεόμενα: πνευστά όργανα.
κέρας: κέρατο.
κεράστης: κατασκευασμένος από κέρατο, λ.χ. κεράστης αυλός. Νόνν. (Διονυσ. XLV, 43): "αυλός... κεράστης".
κέρνος ή κέρνον: ήταν ένα ιερό αγγείο ή μεγάλο πιάτο, που χρησιμοποιούνταν στις τελετές και ιδιαίτερα στα ελευσίνια μυστήρια· ήταν πήλινο και είχε δύο αυτιά και μικρά κοιλώματα γύρω και χρησίμευε για να βάζουν λάδι, κρασί, γάλα, μέλι, φρούτα κ.λπ. Το κέρνος το έφερε κατά την τελετή ο ιερέας ή η ιέρεια. Η σημασία του κέρνου φαίνεται από τη γνωστή συμβολική φόρμουλα: "ΕΚ ΤΥΜΠΑΝΟΝ ΕΦΑΓΟΝ, ΕΚ ΚΥΜΒΑΛΟΥ ΕΠΙΟΝ, ΕΚΕΡΝΟΦΟΡΗΣΑ, ΥΠΟ ΤΟΝ ΠΑΣΤΟΝ ΥΠΕΔΥΝ" (έφαγα από τύμπανο, ήπια από κύμβαλο, έφερα το κέρνος, μπήκα κάτω από το νυμφικό κρεβάτι)· (Κλήμ. Αλεξ. Προτρεπτ. ΙΙ, 14)
κιθάρα:
κίθαρις:
κιθαριστήριος αυλός: ο αυλός που συνόδευε την κιθάρα· Πολυδ. (IV, 81): "ΚΙΘΑΡΙΣΤΗΡΙΟΙ ΔΕ ΤΟΥΝΟΜΑ, ΔΙΟΤΙ ΚΙΘΑΡΑΙΣ ΠΡΟΣΗιΔΟΝ" (ονομάζονταν κιθαριστήριοι [αυλοί], γιατί συνόδευαν τις κιθάρες).
κινδαψός και σκινδαψός: ένα μεγάλο τετράχορδο όργανο σε σχήμα σαν της λύρας, που παιζόταν με πλήκτρο σαν φτερό. Διαβάζουμε στον Αθήναιο (Δ' 183Α, 81): "ΕΣΤΙ Δ' Ο ΣΚΙΝΔΑΨΟΣ ΤΕΤΡΑΧΟΡΔΟΝ ΟΡΓΑΝΟΝ" (ο σκινδαψός είναι τετράχορδο όργανο)· σύμφωνα με τον Θεόπομπο, τον επικό ποιητή από τον Κολοφώνα: "ΣΚΙΝΔΑΨΟΝ ΛΥΡΟΕΝΤΑ ΜΕΓΑΝ ΧΕΙΡΕΣΣΙ ΤΙΝΑΣΣΩΝ, ΟΙΣΥΙΝΟΝ [Ή ΟΞΥΪΝΟΝ] ΠΡΟΜΑΛΟΙΟ ΤΕΤΥΓΜΕΝΟΝ ΑΙΖΗΟΝΤΟΣ" (κρατώντας στα χέρια του ένα μεγάλο σαν λύρα σκινδαψό, κατασκευασμένο από βλαστούς ιτιάς [ή οξιάς]).
κινύρα:
κλεψίαμβος:
κόχλος: οστρακόδερμο με ελικοειδές όστρακο· το χρησιμοποιούσαν σαν σάλπιγγα. Ευριπ. (Ιφιγένεια εν Ταύροις 303): "ΚΟΧΛΟΥΣ ΤΕ ΦΥΣΩΝ" (φυσώντας τις σάλπιγγες).
κρέμβαλον: συνήθως στον πλυθηντικό κρέμβαλα· βλ. λ. κρόταλα.
κρόταλα: 
κρουστά:
κύμβαλα: κρουστό όργανο, αποτελούμενο, όπως και τα νεότερα κύμβαλα, από δύο κοίλα ημισφαιρικά μετάλλινα πιάτα. Τα κύμβαλα ήταν ασιατικής προέλευσης και στην αρχή χρησιμοποιούνταν στις οργιαστικές λατρείες τις Κυβέλης και αργότερα του Διονύσου (Βάκχου). Πλούτ. (Γαμήλια παραγγέλματα 144Ε): "ΟΙ ΔΕ ΚΥΜΒΑΛΟΙΣ ΚΑΙ ΤΥΜΠΑΝΟΙΣ ΑΧΘΟΝΤΑΙ" (και ενοχλούνται με τα κύμβαλα και τα τύμπανα). Άλλη λέξη για το κύμβαλο ήταν το βακύλλιον ή βαβούλιον.
Λ
λίβυς αυλός:
λιγυηχής κιθάρα: κιθάρα που ηχεί με καθαρό ή γλυκό (μελωδικό) τόνο.
λιγύθροος πηκτίς: πηκτίδα με καθαρό τόνο και ισχυρό ήχο.
λύρα:
λυροφοίνιξ και λυροφοινίκιον: είδος λύρας ή κιθάρας φοινικικής προέλευσης. Ήταν, πιθανόν, το ίδιο όργανο με τη φόρμιγγα και το φοινίκιον· μερικοί συγγραφείς όριζαν το λυροφοίνικα ως μια σαμβύκη, όπως ο Ιόβας, βασιλιάς της Μαυριτανίας και ιστορικός του 1ου αι. π.α.χ.χ. (Αθήν. Δ' 175D, 77). Ησ.: "ΛΥΡΟΦΟΙΝΙΞ· ΕΙΔΟΣ ΚΙΘΑΡΑΣ"· ο Πολυδεύκης (IV, 59) μνημονεύει μόνο το λυροφοινίκιον. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι βραχίονες του λυροφοίνικα ήταν κατακευασμένοι από κέρατο μικρού ελαφιού, ενώ ο Σήμος ο Δήλιος ισχυρίζεται ότι το όνομα του οφείλεται στο γεγονός ότι οι βραχίονές του κατασκευάζονταν από ξύλο φοινικιάς (Αθήν. ΙΔ' 637Β, 40)
Σημείωση: η λέξη φοινίκιον είναι υποκοριστικό της λέξης φοίνιξ και η λέξη λυροφοινίκιον της λέξης λυροφοίνιξ.
λυσιωδοί αυλοί: αυλοί που συνόδευαν (ή έπαιζαν) τα τραγούδια του λυσιωδού. Λυσιωδός ήταν μίμος και τραγουδιστής, που φορούσε ανδρικά φορέματα και μιμούνταν γυναικείους τύπους στις θεατρικές παραστάσεις.
Μ
μάγαδις:
μεσόκοπος: αυλός με μέσο μέγεθος. Ο μουσικός Αλκείδης, μιλώντας προς έναν άλλο δειπνοσοφιστή, τον Ουλπιανό, λέει πως οι Αλεξανδρινοί ξέρουν, ανάμεσα σε άλλα είδη αυλών, και τους μεσόκοπους ("ΕΤΙ ΤΕ ΜΕΣΟΚΟΠΟΥΣ"· Αθήν. Δ' 176F, 79).
μοναύλιον: υποκοκριστικό της λέξης μόναυλος. Μικρός μόναυλος, μικρό όργανο [αυλός] που παίζει σόλο. (LSJ, Δημ.: είδος οργάνου πάνω στο οποίο παίζεται η μονωδία). Ποσειδώνιος (στον Αθήναιο Δ', 176C, 78): "ΦΩΤΙΓΓΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΥΛΙΑ, ΚΩΜΩΝ ΟΥ ΠΟΛΕΜΩΝ ΟΡΓΑΝΑ" (μικροί φώτιγγες κα μόναυλοι, όργανα των διασκεδάσεων όχι των πολέμων).
μόναυλος:
μονόχορδον:
Ν
νάβλας ή νάβλα: έγχορδο όργανο της οικογένειας του ψαλτηρίου. Είχε δέκα ή δώδεκα χορδές και παιζόταν με γυμνά δάχτυλα, χωρίς πλήκτρο και ο τόνος του θεωρούνταν δυσάρεστος. Ο Σώπατρος ο παρωδός λέει ότι "ο νάβλας είναι εφεύρεση των Φοινίκων και ο τόνος του είναι αντιμελωδικός" ("ΟΥΚ ΕΥΜΕΛΗΣ"· Αθήν. Δ', 175C, 77).
O Ησύχιος θεωρεί τον (τη) νάβλα ένα όργανο σαν το ψαλτήριο ή την κιθάρα ("νάβλα· είδος μουσικού οργάνου ή ψαλτήριο ή κιθάρα"). Επίσης, λέει ακόμα (Ησ.: "ΝΑΒΛΑΣ· ΚΙΘΑΡΙΣΤΗΣ [ΚΑΙ] ΕΙΔΟΣ ΔΥΣΑΡΕΣΤΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ").
Το ρήμα ναβλίζω = παίζω νάβλα· ναβλιστής, ο εκτελεστής του νάβλα.
νίγλαρος:
Ξ
ξυλόφωνον:
Ο
οξύβαφοι: κρουστό όργανο, αποτελούμενο από μια σειρά μικρών πήλινων ή οστράκινων αγγείων, τα οποία, όταν χτυπηθούν μ' ένα ξύλινο ραβδί, παράγουν διάφορους ήχους. Η Σούδα στο λήμμα "Διοκλής" γράφει: "...ΤΟΥΤΟΝ ΔΕ ΦΑΣΙΝ ΕΥΡΕΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝ ΤΟΙΣ ΟΞΥΒΑΦΟΙΣ ΑΡΜΟΝΙΑΝ, ΕΝ ΟΣΤΡΑΚΙΝΟΙΣ ΑΓΓΕΙΟΙΣ, ΑΠΕΡ ΕΚΡΟΥΕΝ ΕΝ ΞΥΛΥΦΙΩι" ([ο Διοκλής]... λέγεται ότι εφεύρε μιαν αρμονία [σειρά φθόγγων] πάνω στους οξύβαφους, καμωμένους από οστράκινα αγγεία, χτυπώντας τα μ' ένα μικρό ξύλινο ραβδί). Η Σούδα κατά λάθος αποδίδει την εφεύρεση αυτή στον κωμικό Διοκλή, αντί στον μουσικό Διοκλή: "ΟΙ ΟΞΥΒΑΦΟΙ, ΔΙ' ΩΝ ΚΡΟΥΕΝΤΕΣ ΤΙΝΕΣ ΜΕΛΩιΔΟΥΣΙ" (οι οξύβαφοι, με τους οποίους μερικοί χτυπώντας παράγουν μουσικούς ήχους).
όργανον: μουσικό όργανο, έγχορδο ή πνευστό. Οργανική, η επιστήμη των οργάνων, η τέχνη της εκτέλεσης οργάνων· ο Αριστόξενος θεωρεί την οργανική ως ένα από τα εφόδια του μουσικού, όπως η αρμονική και η ρυθμική και η μετρική (Αρμ. ΙΙ, 32, 7-8 Mb)
Π
πανδούρα:
πανδούριον: υποκοριστικό της λέξης πανδούρα (στον Ησύχιο). Ο Φώτιος (Λεξ. 427, 26) λέει: "ΠΑΝΔΟΥΡΙΟΝ, ΗΤΟΙ ΛΥΔΙΟΝ ΟΡΓΑΝΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΛΗΚΤΡΟΥ ΨΑΛΛΟΜΕΝΟΝ" (το πανδούριο είναι λυδικό όργανο και παίζεται χωρίς πλήκτρο). Στο Λεξ. Ζωναρά (σ. 1512) σημειώνεται: "ΠΑΝΔΟΥΡΙΟΝ... ΕΙΔΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΝ· ΕΙΔΟΣ ΚΙΘΑΡΑΣ". Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται μάλλον για κάποιο άλλο όργανο κάπως διαφορετικό από την πανδούρα, εφόσον παιζόταν χωρίς πλήκτρο.
παρθένιος αυλός: ο ψηλότερος σε έκταση αυλός. Στην τάξη (κατηγορία) των παρθενίων αυλών ανήκαν ο γίγγρας, ο φώτιγξ και ο αιάζων αυλός. Ο Πολυδεύκης (IV, 81) λέει ότι "παρθένες συνήθιζαν να χορεύουν με συνοδεία παρθένιων αυλών".
παρίαμβος: έγχορδο όργανο άγνωστου σχήματος και χαρακτήρα, το οποίο αναφέρει ο Πολυδεύκης (IV, 59) ανάμεσα σε άλλα έγχορδα (κρουόμενα) όργανα. 
πεντάχορδον: ένα πεντάχορδο όργανο, μνημονευόμενο από τον Πολυδεύκη (IV, 60), ο οποίος λέει: "ΠΕΝΤΑΧΟΡΔΟΝ, ΣΚΥΘΩΝ ΜΕΝ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ, ΚΑΘΗΠΤΟ ΔΕ ΙΜΑΣΙΝ ΩΜΟΒΟΪΝΟΙΣ· ΑΙΓΩΝ ΔΕ ΧΗΛΑΙ ΤΑ ΠΛΗΚΤΡΑ" (ήταν Σκυθικής προέλευσης, κρεμόταν με βοδινά δερμάτινα λουριά και παιζόταν με πλήκτρα από χηλές αιγών).
περιστόμιον: βλ. λ. φορβειά
πήκτις και πηκτίς:
πήληξ:
πλαγίαυλος: ο πλαγίαυλος κρατιόταν όπως το νεότερο φλάουτο, αλλά είχε γλωσσίδα τοποθετημένη μέσα πλάγια, στη θέση περίπου που στο φλάουτο βρίσκεται η οπή. Κατά τον Πολυδεύκη (IV, 74), ο πλαγίαυλος είχε λιβυκή προέλευση και κατασκευαζόταν από ξύλο λωτού: "ΑΥΛΩΝ ΔΕ ΕΙΔΗ, ΠΛΑΓΙΟΣ, ΛΩΤΙΝΟΣ ΛΙΒΥΩΝ ΤΟ ΕΥΡΗΜΑ, ΠΛΑΓΙΑΥΛΟΝ ΔΕ ΑΥΤΟΝ ΛΙΒΥΕΣ ΚΑΛΟΥΣΙΝ" (είδη αυλών είναι ο πλάγιος, κατασκευασμένος από λωτό, εφεύρεση των Λιβύων, που τον ονομάζουν πλαγίαυλο).
πλάστιγξ: μέρος του αυλού ή της σύριγγας. Ησ.: "ΜΕΡΟΣ ΤΙ ΤΟΥ ΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΣΥΡΙΓΓΟΣ ΤΟ ΖΥΓΩΜΑ".
πλήκτρον: 
πολυαρμόνιον: όργανο ικανό να δώσει πολλές και διάφορες αρμονίες· πάνω στο οποίο μπορούν να παιχθούν πολλές αρμονίες. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από τον Πλάτωνα στην Πολιτεία (Γ' 399D), μαζί με τον όρο πολύχορδα: "ΠΟΛΥΑΡΜΟΝΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥΧΟΡΔΑ".
πτερόν: πνευστό όργανο. Αναφέρεται στον Ανώνυμο (Bell. 28, 17) και στον Vincent (Notices 8 και Αγιοπ. 264),
Ανώνυμος (Bell): "ΕΜΠΝΕΥΣΤΑ ΔΕ ΑΥΛΟΙ ΤΕ ΚΑΙ ΥΔΡΑΥΛΕΙΣ ΚΑΙ ΠΤΕΡΑ". Αγιοπ. (ΙΙΙ απόσπ.): "ΕΣΤΙ ΔΕ ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΟΡΓΑΝΑ ΤΑΔΕ· ΣΑΛΠΙΓΞ, ΑΥΛΟΣ, ΦΩΝΗ, ΚΙΘΑΡΑ, ΠΤΕΡΟΝ" (είναι δε τα πέντε όργανα τα ακόλουθα· η σάλπιγγα, ο αυλός, η ανθρώπινη φωνή, η κιθάρα και το πτερό).
πυθικόν: έγχορδο όργανο, ονομαζόμενο και δακτυλικόν. 
πυθικός αυλός: ο αυλός, στον οποίο παιζόταν ο πυθικός νόμος. Παιζόταν, επίσης, κατά την εκτέλεση των παιάνων· Πολυδ. (IV, 81): "ΠΡΟΣ ΠΑΙΑΝΑΣ ΔΕ (ΗΡΜΟΤΤΟΝ) ΟΙ ΠΥΘΙΚΟΙ (ΑΥΛΟΙ)· ΤΕΛΕΙΟΥΣ Δ' ΑΥΤΟΥΣ ΟΝΩΜΑΖΟΝ· ΗΥΛΟΥΝ ΔΕ ΤΟ ΑΧΟΡΟΝ ΑΥΛΗΜΑ ΤΟ ΠΥΘΙΚΟΝ" ([οι πυθικοί αυλοί] ταίριαζαν στους παιάνες· ονομάζονταν και τέλειοι· και το άχορο [χωρίς τόνο] πυθικό αύλημα παιζόταν με αυτούς).
Ο τόνος του πυθικού αυλού θεωρούνταν αρρενωπός, χάρη στη χαμηλή του έκταση.
Ρ
ρόμβος:
ρόπτρον: ταμπουρίνο με την σύγχρονη σημασία, δηλ. μικρό και ελαφρό τύμπανο, αποτελούμενο από ένα ξύλινο κοίλο στεφάνι με τεντωμένη επάνω του μεμβράνη (δέρμα) και μικρά μετάλλινα ζίλια (κρόταλα) δεμένα γύρω. Χρησιμοποιούνταν από τους Κορύβαντες στις τελετές τους. Πλούτ. (Κράσσος 23, 7, 557Ε): "ΠΑΡΘΟΙ ΓΑΡ ΟΥ ΚΕΡΑΣΙΝ, ΟΥΔΕ ΣΑΛΠΙΓΞ ΕΠΟΤΡΥΝΟΥΣΙΝ ΕΑΥΤΟΥΣ ΕΙΣ ΜΑΧΗΝ, ΑΛΛΑ ΡΟΠΤΡΑ ΒΥΡΣΟΠΑΓΗ ΚΑΙ ΚΟΙΛΑ ΠΕΡΙΤΕΙΝΑΝΤΕΣ ΗΧΕΙΟΙΣ ΧΑΛΚΟΙΣ ΑΜΑ ΠΟΛΛΑΧΟΘΕΝ ΕΠΙΔΟΥΠΟΥΣΙ" (γιατί οι Πάρθοι δεν παροτρύνουν τους εαυτούς των σε μάχη με κέρατα ή σάλπιγγες, αλλά [χρησιμοποιούν] κοίλα ταμπουρίνα κατασκευασμένα από δέρματα, γύρω από τα οποία δένονται μεταλλικά κρόταλα [ζίλια] και τα χτυπούν όλα μαζί από πολλές πλευρές).
Σ
σάλπιγξ: 
σαμβύκη:
σείστρον: μικρό κρουστό όργανο, σείστρο. Είχε σχήμα σπιρουνιού ή πέταλου προσαρμοσμένου σε λαβή και έναν αριθμό (ως επτά) από εγκάρσιες μικρές ράβδους ή μικρά κουδούνια. Το σείστρο ήταν μεταλλικό και, όταν το κουνούσε κανείς, παρήγε διαπεραστικό ήχο ακαθόριστου ύψους. Στην Αίγυπτο το χρησιμοποιούσαν σε τελετές προς τιμήν της Ίσιδας (Πλούτ. Ηθ. 376C).
Σείστρο ήταν επίσης ένα παιχνίδι με το οποίο οι "παραμάνες νανούριζαν τα παιδιά" (Πολυδ. IV, 127).
σιμίκιον: έγχορδο όργανο με 35 χορδές, όπως το επιγόνειο, της οικογένειας του ψαλτηρίου. Τίποτε το βέβαιο δεν είναι γνωστό σχετικά με το χαρακτήρα, την έκταση και τη φόρμα του.
σκυτάλιον: υποκοριστικό του σκύταλον· ένας πολύ μικρός αυλός. Πολυδ. (IV. 82): "ΚΑΙ ΣΚΥΤΑΛΙΑ, ΜΙΚΡΩΝ ΑΥΛΙΣΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΑ".
Ο έλυμος αυλός επονομαζόταν και σκυταλίας, γιατί έμοιαζε με τη σκυτάλη στο πάχος· Αθήν. (Δ' 79, 177Α): "ΟΝΟΜΑΖΕΣΘΑΙ ΔΕ ΚΑΙ ΣΚΥΤΑΛΙΑΣ ΚΑΤ' ΕΜΦΕΡΕΙΑΝ ΤΟΥ ΠΑΧΟΥΣ" ([οι έλυμοι αυλοί] ονομάζονταν σκυταλίες για την ομοιότητά τους στο πάχος [με τη σκυτάλη]).
σπάδιξ: έγχορδο μουσικό όργανο, όπως η λύρα. Ο Νικόμαχος (Εγχειρ. 4) μνημονεύει τον σπάδικα μαζί με τα έγχορδα ("εντατά"), την κιθάρα και τη λύρα: "ΚΑΙ ΤΑ ΟΜΟΙΑ ΤΟΙΣ ΕΝΤΑΤΟΙΣ, ΚΙΘΑΡΑι, ΛΥΡΑι, ΣΠΑΔΙΚΙ, ΤΟΙΣ ΠΑΡΑΠΛΗΣΙΟΙΣ" (και τα όμοια προς τα έγχορδα, την κιθάρα, τη λύρα, τον σπάδικα και τα παρόμοια). Και ο Πολυδεύκης (IV, 59) κατατάσσει τον σπάδικα στα "κρουόμενα" (έγχορδα) όργανα.
σπονδειακός αυλός: ο αυλός που χρησιμοποιούνταν από τον σπονδαύλη κατά τις σπονδές· συνόδευε το τραγούδι κατά την εκτέλεση των ύμνων. Πολυδ. (IV, 81): "ΗΡΜΟΤΤΟΝ ΔΕ ΠΡΟΣ ΥΜΝΟΙΣ ΜΕΝ ΟΙ ΣΠΟΝΔΕΙΑΚΟΙ [ΑΥΛΟΙ]" (οι σπονδειακοί [αυλοί] ήταν κατάλληλοι για τους ύμνους).
στρόμβος: ελικοειδές όστρακο χρησιμοποιούμενο ως σάλπιγγα· κοχύλι (LSJ). Σέξτ. Εμπειρ. (Προς μουσικούς VI, 24): "ΚΑΙ ΣΤΡΟΜΒΟΙΣ ΤΙΝΕΣ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΒΟΥΚΙΝΙΖΟΝΤΕΣ" (και μερικοί βάρβαροι σαλπίζουν με κοχύλια [όστρακα]).
συβήνη: η θήκη του αυλού, η θήκη όπου φυλαγόταν ο αυλός. Ησύχ.: "αυλοθήκη". Επίσης, αυλοδόκη.
συρίγγιον: υποκοριστικό του σύριγξ. Μια μικρή σύριγγα, μικρός σωλήνας που χρησίμευε και ως τονοδότης.
σύριγξ:
Τ
τελαμών: δερμάτινη ταινία ή λουρί, με το οποίο η λύρα ή η κιθάρα κρεμόταν από το στήθος (το λαιμό) του εκτελεστή· χάρη στον τελεμώνα, ο εκτελεστής μπορούσε να χρησιμοποιεί ελεύθερα και τα δύο του χέρια. Το όργανο συνήθως τοποθετούνταν στα γόνατα, όταν ο εκτελεστής καθόταν, ή κρεμόταν από το στήθος, όταν στεκόταν. Στην περίπτωση της λύρας, το όργανο κρατιόταν με ελαφρά κλίση προς τα εμπρός, ενώ στην περίπτωση της κιθάρας, που ήταν πολύ βαρύτερο όργανο, κρατιόταν σε ίσια (όρθια) θέση, με κάποια μάλλον κλίση προς τον εκτελεστή.
τέλειος, υπερτέλειος αυλός: οι δύο τελευταίες τάξεις, η τέταρτη και η πέμπτη αντίστοιχα, στην αριστοξένεια κατάταξη των αυλών. Και οι δύο τάξεις ονομάζονταν ανδρείοι, σε αντιδιαστολή προς τους παρθενίους (πρώτη τάξη) και τους παιδικούς (δεύτερη τάξη) και περιλάμβαναν όλες τις παραλλαγές αυλών που χρησιμοποιούνταν από άνδρες, ιδιαίτερα όμως εκείνους που χρησιμοποιούνταν από επαγγελματίες μουσικούς και σε αγώνες, τέτοιοι ήταν ο πυθικός αυλός, ο έλυμος, ο σπονδειακός και άλλοι. 
τιτύρινος αυλός: ποιμενικός αυλός καλαμένιος, γνωστός στους Δωριείς της Ιταλίας. Στον Αθήναιο (Δ', 182D, 80) σημειώνεται: "Ο ΔΕ ΚΑΛΑΜΙΝΟΣ ΑΥΛΟΣ ΤΙΤΥΡΙΝΟΣ ΚΑΛΕΙΤΑΙ ΠΑΡΑ ΤΟΙΣ ΕΝ ΙΤΑΛΙΑι ΔΩΡΙΕΥΣΙΝ, ΩΣ ΑΡΤΕΜΙΔΩΡΟΣ ΙΣΤΟΡΕΙ Ο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΕΙΟΣ" (ο καλαμένιος αυλός ονομάζεται τιτύρινος από τους Δωριείς στην Ιταλία, όπως αναφέρει ο Αριστοφανικός Αρτεμίδωρος).
τίτυρος: καλάμι, αλλά και αυλός, ίσως ποιμενικός (Ησύχ.). Τίτυρος ήταν στη δωρική διάλεκτο ο Σάτυρος.
τρήμα: τρύπα. Τρήματα· οι τρύπες του αυλού. Χρησιμοποιούνταν επίσης οι λέξεις τρύπημα, τρύμη και διατομή. Ο κατασκευαστής τους λεγόταν αυλοτρύπης.
τρίγωνον και τρίγωνος:
τρίπους:
τρίχορδον: 
τύμπανον και τύπανον: κρουστό όργανο που χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα στις ιεροτελεστίες της Κυβέλης και του Διόνυσου. Ήταν ένας ξύλινος κύλινδρος με δερμάτινες μεμβράνες τεντωμένες και από τις δύο πλευρές· παιζόταν με το χέρι, συνήθως από γυναίκες. Ησύχ.: "ΤΥΜΠΑΝΑ, ΤΑ ΔΕΡΜΑΤΙΝΑ ΡΑΚΤΗΡΙΑ ΚΟΣΚΙΝΑ, ΤΑ ΕΝ ΒΑΚΧΑΙΣ ΚΡΟΥΟΜΕΝΑ" (τύμπανα [ντέφια], τα κραυγαλέα δερμάτινα κόσκινα, που παίζονται [με χτύπημα] στις βακχικές τελετές). Πϊνδαρος (Διθύραμβος ΙΙ, 9): "ΡΟΜΒΟΙ ΤΥΠΑΝΩΝ" (βροντές από τύμπανα).
Το τύμπανο ήταν ένα είδος ταμπούρλου, ένα ντέφι χωρίς ζίλια.
Υ
ύδραυλις, ύδραυλος, υδραυλικόν όργανον:
υπαγωγεύς: ένα κινητό υποβάσταγμα κατασκευασμένο από ξύλο, σε ημισφαιρικό σχήμα, που χρησιμοποιούνταν για να μικραίνει το μήκος των χορδών· είδος τάστου κινητού για έγχορδα όργανα.
υποθέατροι: αυλοί. η λέξη εμφανίζεται στον Πολυδεύκη (IV, 82) με την εξήγηση ότι αυτοί οι αυλοί χρησιμοποιούνταν για την εκτέλεση των αυλητικών νόμων ("ΥΠΟΘΕΑΤΡΟΥΣ ΔΕ ΑΥΛΟΥΣ, ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΝΟΜΟΙΣ ΤΟΙΣ ΑΥΛΗΤΙΚΟΙΣ"). Στο λεξικό Δημητράκου η λέξη υπότρητοι προτείνεται ως πιθανή στη θέση των υποθεάτρων· στο LSJ η λέξη υπόθετρον (είδος μουσικής εκτέλεσης) προτείνεται αντί της λέξης υποθέατροι.
Φ
φάνδρουρος: βλ. λ. πανδούρα
φοίνιξ:
φορβειά:
φόρμιγξ:
φυσαλλίς: είδος αυλού. Αριστοφ. (Λυσιστράτη 1245 - 1246)· "ΛΑΒΕ ΔΗΤΑ ΤΑΣ ΦΥΣΑΛΛΙΔΑΣ ΠΡΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, ΩΣ ΗΔΟΜΑΙ Γ' ΗΜΑΣ ΟΡΩΝ ΟΡΧΟΥΜΕΝΟΥΣ" (πάρε, λοιπόν, τις φυσαλλίδες, για τους θεούς, γιατί χαίρομαι να σας βλέπω να χορεύετε). Schol. Aristoph.: "ΛΑΒΕ ΔΗΤΑ ΤΑΣ ΦΥΣΑΛΛΙΔΑΣ" "ΤΟΥΣ ΑΥΛΟΥΣ, ΑΠΟ ΤΟΥ ΦΥΣΑΝ".
φώτιγξ:
Χ
χέλυς:
Ψ
ψαλτήριον:
ψάλτιγξ: είδος κιθάρας. Ησύχ. και Σούδα: "ΨΑΛΤΙΓΞ· ΚΙΘΑΡΑ".
ψιθύρα: κρουστό όργανο λιβυκής προέλευσης, σε σχήμα τετραγώνου. Πολυδ. (IV, 60): "η ψιθύρα [ήταν] λιβυκή εφεύρεση και, κυρίως, εφεύρεση των τρωγλοδυτών· το σχήμα της ήταν τετράγωνο. Μερικοί πιστεύουν πως η ψιθύρα και ο άσκαρος είναι το ίδιο όργανο".
Επιστροφή στα περιεχόμενα