"ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ" - ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ (Αποσπάσματα)


(Πρώτον μέν γάρ είκότως άν τις διαπορήσειε τίνες όντες έπί τήν γραφήν παρεληλύθαμεν)πότερον Έλληνες ή βάρβαροι ή τί άν γένοιτο τούτων μέσον καί τίνας έαυτούς είναί φαμεν ού τήν προσηγορίαν ότι καί τοίς πάσιν έκδηλος αύτη άλλά τόν τρόπον καί τήν προαίρεσιν τού βίου' ούτε γάρ τά Έλλήνων φρονούντας όράν ούτε τά βαρβάρων έπιτηδεύοντας (. Ι .). Τί ούν άν γένοιτο τό καθ' ήμάς ξένον καί τίς ό νεωτερισμός τού βίου; πώς δ' ού πανταχόθεν δυσσεβείς άν είεν καί άθεοι οί τών πατρίων έθών άποστάντες δι' ών πάν έθνος καί πάσα πόλις συνέστηκεν; ή τί καλόν έλπίσαι είκός τούς τών σωτηρίων (σωτήρων ω.) Έχθρούς καί πολεμίους καταστάντας καί τούς εύεργέτας παρωσαμένους; καί τί γάρ άλλο ή θεομαχούντας; ποίας δέ καί άξιωθήσεσθαι συγγνώμης τούς έξ αίώνος μέν παρά πάσιν Έλλησιν καί βαρβάροις κατά τε πόλεις καί άγρούς παντοίοις ίεροίς καί τελεταίς καί μυστηρίοις πρός άπάντων όμού βασιλέων τε καί νομοθετών καί φιλοσόφων θεολογουμένους άποστραφέντας έλομένους δέ τά άσεβή καί άθεα τών έν άνθρώποις; ποίαις δ' ούκ άν ένδίκως ύποβληθείεν τιμωρίαις οί τών μέν πατρίων φυγάδες τών δ' όθνείων καί παρά πάσι διαβεβλημένων Ίουδαικών μυθολογημάτων γενόμενοι ζηλωταί; πώς δ' ού μοχθηρίας είναι καί εύχερείας έσχάτης τό μεταθέσθαι μέν εύκόλως τών οίκείων άλόγω δέ καί άνεξετάστω πίστει τά τών δυσσεβών καί πάσιν έθνεσι πολεμίων έλέσθαι καί μηδ' αύτώ τώ παρά Ίουδαίοις τιμωμένω θεώ κατά τά παρ' αύτοίς προσανέχειν νόμιμα καινήν δέ τινα καί έρήμην άνοδίαν έαυτοίς συντεμείν μήτε τά Έλλήνων μήτε τά Ίουδαίων φυλάττουσαν; (Ταύτα μέν ούν είκότως άν τις Έλλήνων μηδέν άληθές μήτε τών οίκείων μήτε τών καθ' ήμάς έπαίων πρός ήμάς άπορήσειεν). 

Ε. δ. Ιιι . Οί δή ούν τά μέν δόξαντα αύτοίς άγαθήν φέρειν φήμην παραιτούμενοι τάς δέ καθ' έαυτών διαβολάς είς άληστον αίώνα καταγράφοντες .... Πώς ού φιλαυτίας μέν άπάσης καί ψευδολογίας έκτός γεγονέναι ένδίκως άν όμολογοίντο φιλαλήθους δέ διαθέσεως σαφή καί έναργή τεκμήρια παρεσχηκέναι; οί δέ γε τούς τοιούσδε πεπλάσθαι καί κατεψεύσθαι νομίζοντες καί οία πλάνους βλασφημείν πειρώμενοι πώς ούκ άν γένοιντο καταγέλαστοι φίλοι μέν φθόνου καί βασκανίας έχθροί άήρ τόν έτερον κινών ώσαύτως ποιεί τήν φωνήν άπασαν όμοίαν καθάπερ έχει καί έπί τής όξύτητος καί τής βαρύτητος. Καί γάρ τά τάχη τά τής πληγής τά έτερα τοίς έτέροις συνακολουθούντα διαφυλάττει τάς φωνάς ταίς άρχαίς όμοίως. 

Αί δέ πληγαί γίνονται μέν τού άέρος ύπό τών χορδών πολλαί καί κεχωρισμέναι διά δέ σμικρότητα τού μεταξύ χρόνου τής άκοής ού δυναμένης συναισθάνεσθαι τάς διαλείψεις μία καί συνεχής ήμίν ή φωνή φαίνεται καθάπερ καί έπί τών χρωμάτων' καί γάρ τούτων τά διεστηκότα δοκεί πολλάκις ήμίν συνάπτειν άλλήλοις όταν φέρωνται ταχέως. Τό δ' αύτό συμβαίνει τούτο καί περί τάς συμφωνίας. Διά γάρ τό περισυγκαταλαμβάνεσθαι τούς έτέρους ήχους ύπό τών έτέρων καί γίνεσθαι τάς καταπαύσεις αύτών άμα λανθάνουσιν ήμάς αί μεταξύ γινόμεναι φωναί. Πλεονάκις μέν γάρ έν πάσαις ταίς συμφωνίαις ύπό τών όξυτέρων φθόγγων αί τού άέρος γίνονται πληγαί διά τό τάχος τής κινήσεως' τόν δέ τελευταίον τών ήχων άμα συμβαίνει προσπίπτειν ήμίν πρός τήν άκοήν καί τόν άπό τής βραδυτέρας γινόμενον' ώστε τής άκοής ού δυναμένης αίσθάνεσθαι καθάπερ είρηται τάς μεταξύ φωνάς άμα δοκούμεν άμφοτέρων τών φθόγγων άκούειν συνεχώς. Παχείαι δ' είσί τών φωνών τούναντίον όταν ή τό πνεύμα πολύ καί άθρόον έκπίπτον' διό καί τών άνδρών είσι παχύτεραι καί τών τελείων αύλών καί μάλλον όταν πληρώση τις αύτούς τού πνεύματος. Φανερόν δ' έστίν' καί γάρ άν πιέση τις τά ζεύγη μάλλον όξυτέρα ή φωνή γίνεται καί λεπτοτέρα. Κάν κατασπάση τις τάς σύριγγας κάν δ' έπιλάβη παμπλείων ό όγκος γίνεται τής φωνής διά τό πλήθος τού πνεύματος καθάπερ καί άπό τών παχυτέρων χορδών. Παχείαι δέ γίνονται καί τών τραγιζόντων καί τών βραγχιώντων καί μετά τούς έμέτους διά τήν τραχύτητα τής άρτηρίας καί διά τό μή ύπεξάγειν άλλ' αύτού προσκόπτουσαν άνειλείσθαι τήν φωνήν καί λαμβάνειν όγκον καί μάλιστα διά τήν ύγρότητα τού σώματος. Λιγυραί δ' είσί τών φωνών αί λεπταί καί πυκναί καθάπερ καί έπί τών τεττίγων καί τών άκρίδων καί αί τών άηδόνων καί όλως όσαις λεπταίς ούσαις μηθείς άλλότριος ήχος παρακολουθεί' όλως γάρ ούκ έστιν ούτ' έν όγκω φωνής τό λιγυρόν ούτ' έν τόνοις άνιεμένοις καί βάρεσιν ούτ' έν ταίς τών φθόγγων άφαίς άλλά μάλλον όξύτητι καί λεπτότητι καί άκριβεία. Διό καί τών όργάνων τά λεπτά καί σύντονα καί μή έχοντα κέρας τάς φωνάς έχειν λιγυροτέρας. Ό γάρ άπό τών ύδάτων ήχος καί όλως όταν άπό τινος γινόμενος παρακολουθή συνέχει τήν άκρίβειαν τήν τών φθόγγων. Σαθραί δ' είσί καί παρερρυηκυίαι τών φωνών όσαι μέχρι τινός φερόμεναι συνεχείς διασπώνται. 

Φανερώτατον δέ τούτ' έστίν έπί τού κεράμου' πάς γάρ ό έκ πληγής ΄ραγείς ποιεί τόν ήχον σαθρόν διασπωμένης τής κινήσεως τά κατά τήν πληγήν ώστε μηκέτι γίνεσθαι τούς έκπίπτοντας ήχους συνεχείς. Όμοίως δέ τούτο συμβαίνει καί έπί τών έρρωγότων κεράτων καί έπί τών χορδών τών (παρα)νενευρισμένων. Έπί πάντων μέν γάρ τών τοιούτων μέχρι μέν τινος ό ήχος φέρεται συνεχής έπειτα διασπάται καθ' ό τι άν ή μή συνεχές τό ύποκείμενον ώστε μή μίαν γίνεσθαι πληγήν άλλά διεσπασμένην καί φαίνεσθαι τόν ήχον σαθρόν' σχεδόν γάρ παραπλήσιαι τυγχάνουσιν ούσαι τοίς τραχείαις πλήν έκείναι μέν είσιν άπ' άλλήλων κατά μικρά μέρη διεσπασμέναι τών δέ σαθρών αί πλείσται τάς μέν άρχάς έχουσι συνεχείς έπειτ' είς πλείω μέρη τήν διαίρεσιν λαμβάνουσιν. Δασείαι δ' είσί τών φωνών όσαις έσωθεν τό πνεύμα εύθέως συνεκβάλλομεν μετά τών φθόγγων. Ψιλαί δ' είσί τούναντίον όσαι γίνονται χωρίς τής τού πνεύματος έκβολής.Κε τό πνεύμα' ούτός έστιν (ό) Ίωάννης. Ό δέ λέγει' καί φωνή μεγάλη κράξας είπε' πάτερ είς χείράς σου παραθήσομαι τό πνεύμά μου' ούτος δέ τυγχάνει Λουκάς. Έκ ταύτης τής έώλου ίστορίας καί διαφώνου ώς ούχ ένός άλλά πολλών πεπονθότων έστι λαβείν τόν λόγον' εί γάρ ό μέν' είς χείράς σου λέγει παραθήσομαι τό πνεύμά μου ό δέ' τετέλεσται ό δέ' θεέ μου ίνα τί με έγκατέλιπες; ό δέ' ό θεός θεός μου είς τί ώνείδισάς με; φανερόν ώς άσύμφωνος αύτη μυθοποιία ή πολλούς σταυρουμένους έμφαίνει ή ένα δυσθανατούντα καί τό σαφές τοίς παρούσι τού πάθους μή παρέχοντα' εί δέ κατά άλήθειαν τόν τρόπον τού θανάτου είπείν μή δυνάμενοι ούτοι παντάπασιν έρραψώδησαν καί περί τών λοιπών ούδέν έσαφήνισαν. 

Μ. Ιι Ότι δέ τά περί τού τέλους αύτού πάντα κατεστοχάσαντο έξ έτέρου κεφαλαίου τούτ' άποδειχθήσεται' γράφει γάρ Ίωάννης' έπί δέ τόν Ίησούν έλθόντες ώς είδον αύτόν ήδη τεθνηκότα ού κατέαξαν αύτού τά σκέλη άλλ' είς τών στρατιωτών λόγχη ένυξεν αύτού τήν πλευράν' καί έξήλθεν εύθύς αίμα καί ύδωρ' μόνος γάρ τούτ' είρηκεν ό Ίωάννης τών δέ άλλων ούδείς' διό καί αύτός έαυτώ βούλεται μαρτυρείν λέγων' καί ό έωρακώς μεμαρτύρηκε καί άληθινή αύτού έστιν ή μαρτυρία. Όπερ δοκεί μοι τουτί κέπφου τυγχάνειν τό ΄ρήμα' πώς γάρ άληθινή ή μαρτυρία τού περί ού ή μαρτυρία μή ύφεστώτος; μαρτυρεί γάρ τις περί τού όντος' περί δέ τού μή όντος πώς άν λεχθείη μαρτυρία; 

μ. Ιιι Ταύτα μέν χύδην ούτω μακρηγορούμενα πολλήν ώς είκός έχει τήν άηδίαν καί ώσπερ αύτά πρός έαυτά τής άντιλογίας άνακαίει τήν μάχην' εί γάρ έθέλει τις ώς έκ τριόδου κάκείνον τών εύαγγελίων άφηγήσασθαι τόν λόγον όν ό Ίησούς τών Πέτρω διαφθέγγεται φάς' Υπαγε όπίσω μου Σατανά σκάνδαλόν μου εί ότι ού φρονείς τά τού θεού άλλά τά τών άνθρώπων' είτ' έν έτέρω τόπω' Σύ εί Πέτρος καί έπί ταύτη τή πέτρα οίκοδομήσω μου τήν έκκλησίαν καί σοι δώσω τάς κλείς τής βασιλείας τών ούρανών' εί γάρ ούτω κατέγνω τού Πέτρου ώς καί Σατανάν αύτόν είπείν όπίσω βαλλόμενον καί σκάνδαλον μηδ' ότιούν θείον άνειληφότα φρόνημα άποσκορακίσαι δ' αύτόν ούτως άτε καιρίως πλημμελήσαντα ώς μηδ' είς όψιν τού λοιπού λαβείν τούτον έθέλειν άλλ' είς τούπίσω ΄ρίψαι είς τόν τών άπερριμμένων καί άφανών όμιλοντί χρή ταύτης άνωτέρω τής άποφάσεως ψήφον άπεκδέχεσθαι κατά τού κορυφαίου καί πρώτου τών μαθητών; ταύτα γούν εί τις νήφων σφοδρώς μηρυκήσεται είθ' ώς έπιλαθομένου τού Χριστού τών κατά τού Πέτρου γεγενημένων φωνών έπακούσει τό' Σύ εί Πέτρος καί έπί ταύτη τή πέτρα οίκοδομήσω μου τήν έκκλησίαν καί τό' Σοί δώσω τάς κλείς τής βασιλείας τών ούρανών ού γελάσεται μέγα τό στόμα ΄ρηγνύμενος; ού καγχάσει καθάπερ έν θυμέλη θεάτρου; ού λέξει κερτομών ού συριεί σφοδρότερον; ού τοίς παρεστώσιν έρεί γεγωνότερον' Ή Πέτρον Σατανάν λέγων έμεθύσκετο οίνω βεβαρημένος καί λαλών έπίληπτα ή κλειδάρχην τούτον τής βασιλείας ποιών όνείρους έζωγράφει τή φαντασία τών ύπνων; ποίος γάρ Πέτρος βαστάσαι τής έκκλησίας τήν κρηπίδα δυνά μενος ό μυριάκις σαλευθείς εύχερεία τής γνώμης; ποίος στερρός έν αύτώ λογισμός έφωράθη ή πού τό άκλόνητον τής φρονήσεως έδειξεν ό παιδίσκης οίκτράς ένεκεν τού Ίησού ΄ρημάτιον έπακούσας καί δεινώς κραδαινόμενος ό τρίτον έπιορκήσας ού μεγάλης αύτώ τινος έπικειμένης άνάγκης; εί γούν τόν ούτως είς αύτό τής εύσεβείας πταίσαντα τό κεφάλαιον Σατανάν προλαβών εύλόγως ώνόμασεν άτόπως πάλιν ώς άγνοών ό έποίησε τής κορυφής τών πραγμάτων διδοί τήν έξουσίαν. 

Μ. Ιιι Ότι δέ Πέτρος έν πολλοίς πταίσας κατηγορείται δηλοί κάξ έκείνου τού κεφαλαίου τό ΄ρητόν όπου πρός αύτόν ό Ίησούς είπεν' Ού λέγω σοι έως έπτάκις άλλ' έως έβδομηκοντάκις έπτά άφήσεις τώ πλημμελούντι τό άμάρτημα. Ό δέ ταύτην λαβών τήν έντολήν καί τήν νομοθεσίαν ούδ' ότιούν τόν δούλον τού άρχιερέως πλημμελήσαντα κόπτει τού ώτίου καί ώμόν έργάζεται τόν μηδέν όλως άμαρτόντα. Τί γάρ ήμαρτεν εί κελευσθείς ύπό τού δεσπότου συνήλθεν είς τήν τότε κατά τού Χριστού έφοδον; 

μ. Ιιι Ούτος ό Πέτρος καί έν έτέροις άδικών έλέγχεται' άνδρα γάρ τινα λεγόμενον ’νανίαν καί σύν αύτώ γυναίκα Σάπφειραν καλουμένην έπεί μή τό πάν τού χωρίου τίμημα κατεβάλοντο όλίγον δ' είς άναγκαίας έαυτοίς (τάσ) χρείας άφώρισαν έθανάτωσε μηδέν άδικήσαντας. Τί γάρ ήδίκησαν εί μή πάντα τά έαυτών ήθέλησαν χαρίσασθαι; εί δ' άρα καί άδίκημα τό πράγμα ένομίζετο έχρήν αύτόν τών έντολών τού Ίησού μεμνημένον έως τετρακοσίων ένενήκοντα πλημμελημάτων συμπάσχειν διδαχθέντα συγγνώναι τή μιά εί γ' όντως άμαρτία τις τό πεπραγμένον ύπήρχε' σκοπείν δ' αύτόν έχρήν πρός τοίς άλλοις κάκείνο ώς αύτόν άγνοείν όμόσας τόν Ίησούν ού μόνον έψεύσατο άλλά καί έπιώρκησε τής μελλούσης καταφρονήσας κρίσεως καί άναστάσεως. 

Μ. Ιιι Ούτος ό πρωτοστάτης τού χορού τών μαθητών διδαχθείς ύπό τού θεού θανάτου καταφρονείν συλληφθείς ύπό Ήρώδου καί φυγών αίτιος κολάσεως τοίς τηρούσιν έγένετο. Φυγόντος γάρ αύτού νυκτός ήμέρας γενομένης θόρυβος ήν έν τοίς στρατιώταις πώς έξήλθεν ό Πέτρος' έπιζητήσας δέ αύτόν ό Ήρώδης καί μή εύρών άνακρίνας τούς φύλακας έκέλευσεν άπαχθήναι τουτέστιν άποτμηθήναι. Θαυμάσαι τοίνυν έστι πώς ό Ίησούς τοιούτω όντι τώ Πέτρω τά κλειδία δέδωκε τών ούρανών πώς έν τοσούτω τεταραγμένω θορύβω καί τηλικούτοις πράγμασι καταπεπονημένω έλεγε' βόσκε τά άρνία μου εί γε τά μέν πρόβατά είσιν οί Πιστοί (οί) είς τό τής τελειώσεως προβάντες μυστήριον τά δ' άρνία τών έτι Κατηχουμένων ύπάρχει τό άθροισμα άπαλώ τέως τρεφόμενον διδασκαλίας γάλακτι. Όμως ίστορείται μηδ' όλίγους μήνας βοσκήσας τά προβάτια ό Πέτρος έσταυρώσθαι είρηκότος τού Ίησού τάς άδου πύλας μή κατισχύσειν αύτού. Κατέγνω καί Παύλος Πέτρου λέγων' Πρό τού γάρ έλθείν άπό Ίακώβου τινάς μετά τών έθνών συνήσθιεν' ότε δέ ήλθον άφώριζεν έαυτόν φοβούμενος τούς έκ περιτομής' καί συνεκρίθησαν αύτώ πολλοί Ίουδαίοι. Πολλή δέ κάν τούτω καί μεγάλη κατάγνωσις άνδρα τού θείου στόματος ύποφήτην γενόμενον έν ύποκρίσει ζήν καί πρός άνθρώπων άρέσκειαν πολιτεύεσθαι έτι δέ καί γυναίκα περιάγεσθαι Παύλου καί τούτο λέγοντος' Μή ούκ έχομεν έξουσίαν άδελφήν γυναίκα περιάγεσθαι ώς καί οί λοιποί άπόστολοι καί Πέτρος; είτα έπιλέγει' Οί γάρ τοιούτοι ψευδαπόστολοι έργάται δόλιοι. Εί γούν έν τοσούτοις ίστόρηται έγκεκυλίσθαι κακοίς πώς ού φρικτέον ύποτοπήσαι κλείδας ούρανού κατέχειν καί λύειν καί δεσμείν αύτόν μυρίοις έσφιγμένον ώσπερ άτοπήμασιν; 

μ. Ιιι Πώς ό Παύλος Έλεύθερος γάρ ών λέγει πάσιν έμαυτόν έδούλωσα ίνα πάντας κερδήσω; πώς δέ καί τήν περιτομήν λέγων κατατομήν αύτός έν Λύστροις περιτέμνει τινά Τιμόθεον ώς αί Πράξεις τών άποστόλων διδάσκουσιν; εύ γε τής όντως ώδε βλακείας τών ΄ρημάτων' τοιούτον όκρίβαντα γελοίου μηχανήματα αί τών θεάτρων σκηναί ζωγραφούσι' τοιούτον θαυματοποιών όντως τό παραπαίγνιον. Πώς γάρ έλεύθερος ό (παρά) πάσι δουλούμενος; πώς δέ πάντας κερδαίνει ό πάντας καθικετεύων; εί γάρ τοίς άνόμοις άνομος ώς αύτός λέγει καί τοίς Ίουδαίοις Ίουδαίος καί τοίς πάσιν όμοίως συνήρχετο όντως πολυτρόπου κακίας άνδράποδον καί τής έλευθερίας ξένον καί άλλότριον όντως άλλοτρίων κακών ύπουργός καί διάκονος καί ζηλωτής πραγμάτων άσέμνων έπίσημος ό τή κακία τών άνόμων συνδιατρίβων έκάστοτε καί τάς πράξεις αύτών ίδιοποιούμενος. Ούκ ένι ταύτα ψυχής ύγιαινούσης τά δόγματα ούκ ένι λογισμών έλευθέρων άφήγησις ύποπύρου δέ τάς φρένας καί τόν λογισμόν άρρωστούντος ή τών λόγων ύπόθεσις. Εί γάρ άνόμοις συζή καί τόν Ίουδαισμόν έγγράφως άσμενίζει έκατέρου μετέχων έκατέρω συμπέφυρται συναναμιγνύμενος καί συναπογραφόμενος τών ούκ άστείων τά πταίσματα. Ό γάρ τήν περιτομήν ούτω παραγραφόμενος ώς έπαράσθαι τούς ταύτην έπιτελείν θέλοντας καί περιτεμών αύτός έαυτού βαρύτατος ύπάρχει κατήγορος λέγων' Εί ά κατέλυσα ταύτα πάλιν οίκοδομώ παραβάτην έμαυτόν συνίστημι. 

Μ. Ιιι Ό δ' αύτός ούτος ήμίν ό πολύς έν τώ λέγειν ώσπερ τών οίκείων λόγων έπιλαθόμενός φησι τώ χιλιάρχω ούχί Ίουδαίον έαυτόν άλλά ΄Ρωμαίον είναι πρό τούτου φάς' Έγώ άνήρ Ίουδαίός είμι έν Τάρσω τής Κιλικίας γενόμενος άνατεθραμμένος δέ παρά τούς πόδας Γαμαλιήλ πεπαιδευμένος κατ' άκρίβειαν τού πατρώου νόμου. Ό γούν είπών' Έγώ είμι Ίουδαίος καί Έγώ είμι ΄Ρωμαίος ούδέτερόν έστιν έκατέρω προσκείμενος' ό γάρ ύποκρινόμενος καί λέγων όπερ ούκ ήν δόλω τάς ύποθέσεις τών έργων πραγματεύεται καί προσωπείον άπάτης περιβαλών έαυτώ φενακίζει τό σαφές καί κλέπτει τήν άλήθειαν άλληνάλλως πολιορκών τής ψυχής τό φρόνημα τέχνη γοητείας τούς εύχερείς δουλούμενος. Ό δέ τοιαύτην έν βίω γνώμην άσπασάμενος ούδέν άσπόνδου πολεμίου καί πικρού διενήνοχεν ός τών ύπερορίων τάς γνώμας ύποκριθείς πάντας αίχμαλωτίζει άπανθρώπως δουλούμενος. Εί γούν Παύλος ύποκρινόμενος πή μέν Ίουδαίος πή δέ ΄Ρωμαίός έστι πή μέν άνομος πή δέ Έλλην όταν έθέλη έκάστου πράγματος όθνείος καί πολέμιος έκαστον ύπεισελθών έκαστον ήχρείωκε θωπείαις έκάστου κλέπτων τήν προαίρεσιν. Ψεύστης ούν καί τού ψεύδους έκ τού φανερού σύντροφος καί περιττόν τό λέγειν' ’λήθειαν λέγω έν Χριστώ ού ψεύδομαι. Ό γάρ πρώην τόν νόμον καί τήμερον τό εύαγγέλιον σχηματιζόμενος ένδίκως ό τοιούτος κάν βίω κάν πολιτεία κακούργος καί ύπουλος. 

Μ. Ιιι Ότι δέ κενοδοξίας ένεκεν τό εύαγγέλιον καί πλεονεξίας τόν νόμον ύποκρίνεται δήλος άφ' ών λέγει' Τίς στρατεύεται ίδίοις όψωνίοις ποτέ; τίς ποιμαίνει ποίμνην καί έκ τού γάλακτος τής ποίμνης ούκ έσθίει; καί ταύτα θέλων κρατύναι τόν νόμον τής πλεονεξίας λαμβάνει συνήγορον φάς' Ή καί ό νόμος ταύτα ού λέγει; έν γάρ τώ Μωσέως νόμω γέγραπται' ού φιμώσεις βούν άλοώντα. Είτ' έπισυνάπτει τόν λόγον άσαφή καί μεστόν φλυαρίας τών άλόγων τήν θείαν άποτέμνων πρόνοιαν φάσκων' Μή τών βοών μέλει τώ θεώ; ή δι' ήμάς λέγει; δι' ήμάς γάρ έγράφη. Δοκεί δέ μοι ταύτα λέγων ίκανώς ένυβρίζειν τή σοφία τού κτίσαντος ώς ού προνοουμένη τών γενομένων (πάλαι). Εί γάρ περί τών βοών ού μέλει τώ θεώ τί καί γέγραπται' Πάντα ύπέταξας πρόβατα καί βόας καί κτήνη καί τούς ίχθύας. Εί γάρ ίχθύων λόγον ποιείται πολλώ μάλλον βοών άροτήρων καί καματηρών. Όθεν άγαμαι τόν ούτω φένακα τόν άπληστίας ένεκεν καί τού λαβείν ίκανόν τών ύπηκόων έρανον ούτω τόν νόμον σεμνώς περιέποντα. 

Μ. Ιιι Είθ' ύποστρέψας αίφνίδιον ώς όνειροπλήξ άφ' ύπνου τινός άναπηδήσας φάσκει' Μαρτύρομαι έγώ Παύλος ότι έάν τις έν ποιήση τού νόμου όφειλέτης έστίν όλον τόν νόμον ποιήσαι άντί τού' όλως ού χρή τοίς λεγομένοις ύπό τού νόμου προσέχειν. Ό βέλτιστος ούτος ό φρενήρης ό συνετός ό κατά άκρίβειαν τού πατρώου νόμου πεπαιδευμένος ό τοσαυτάκις Μωσέως δεξιώς μεμνημένος; ώσπερ έν οίνω καί μέθη διαβραχείς άναιρεί δογματίζων τού νόμου τό πρόσταγμα λέγων Γαλάταις' Τίς ύμάς έβάσκανεν τή άληθεία μή πείθεσθαι; τουτέστι τώ εύαγγελίω' είτα δεινοποιών καί φρικτόν έργαζόμενός τινα τώ νόμω πείθεσθαι λέγει' Όσοι γάρ έξ έργων νόμου είσίν ύπό κατάραν είσίν. Ό γράφων ΄Ρωμαίοις ότι Ό νόμος πνευματικός έστι καί αύθις' Ό νόμος άγιος καί ή έντολή άγία καί δικαία τούς πειθομένους τώ άγίω ύπό κατάραν τίθησιν. Είτα φύρων άνω καί κάτω τήν φύσιν τού πράγματος συγχέει τό πάν καί ζοφερόν έργάζεται ώς σκοτοδινιάσαι μικρού δείν τόν άκούοντα καί καθάπερ έν νυκτί προσαράττειν έκατέροις τώ τε νόμω προσπταίειν καί τώ εύαγγελίω προσκρούειν τή συγχύσει διά τήν τού χειραγωγούντος άμαθίαν. 

Μ. Ιιι Ίδε γάρ ίδε τού σοφού τήν άφήγησιν' μετά μυρίας φωνάς άς έκ τού νόμου πρός σύναρσιν έλαβε καί τών οίκείων ΄ρημάτων τήν ψήφον ήκύρωσε λέγων' Νόμος γάρ παρεισήλθεν ίνα πλεονάση τό παράπτωμα καί πρό τούτων' Τό κέντρον τού θανάτου ή άμαρτία ή δέ δύναμις τής άμαρτίας ό νόμος μονονουχί μάχαιραν καθάπερ τήν οίκείαν άπακονήσας γλώτταν άφειδώς μεληδόν τεμαχίζει τόν νόμον ό πείθεσθαι τώ νόμω πολλαχώς προτρεπόμενος καί τό ζήν κατ' αύτόν λέγων έπαινετόν. Ώσπερ δέ έκ συνηθείας ταύτην άναλαβών τήν άπαίδευτον γνώμην τάς οίκείας πανταχού ψήφους καταβέβληκεν. 

Μ. Ιιι ’μέλει τήν βρώσιν τών ίεροθύτων άπαγορεύων πάλιν άδιαφορείν περί τούτων διδάσκει λέγων μή δείν πολυπραγμονείν μηδ' έξετάζειν άλλ' έσθίειν κάν ίερόθυτα ή μόνον έάν τις μή προείπη' .... Έν οίς ίστόρηται λέγων' ’ θύουσι δαιμονίοις θύουσιν' ού θέλω δέ ύμάς κοινωνούς τών δαιμονίων γίνεσθαι. Ταύτα λέγων καί γράφων πάλιν άδιαφόρως περί τής βρώσεως γράφει λέγων' Οίδαμεν ότι ούδέν είδωλον έν κόσμω καί ούδείς θεός εί μή είς καί μετ' όλίγα' βρώμα ύμάς ού παραστήσει τώ θεώ ούτε έάν φάγωμεν περισσεύομεν ούτε έάν ού φάγωμεν ύστερούμεθα είτα μετά τοσαύτην τερθρείας άδολεσχίαν ώσπερ έν κλίνη κείμενος άπεμηρυκήσατο φάς' Πάν τό έν μακέλλω πωλούμενον έσθίετε μηδέν άνακρίνοντες διά τήν συνείδησιν' τού κυρίου γάρ ή γή καί τό πλήρωμα αύτής' ώ σκηνής παίγνιον πρός μηδενός εύρεθέν ώ φωνής άλλόκοτον ΄ρήμα καί άσύμφωνον. Ώ λόγος αύτός έαυτόν τή μαχαίρα χειρούμενος. Ώ καινοτέρα τοξεία κατά τού βάλλοντος έρχομένη καί πίπτουσα. 

Μ. Ιιι Όμοιον τούτοις έν ταίς έπιστολαίς αύτού ΄ρήμά τι εύρομεν ένθα τήν παρθενίαν έπαινών μεταβαλλόμενος αύθις γράφει' Έν ύστέροις καιροίς άποστήσονταί τινες τής πίστεως προσέχοντες πνεύμασι πλάνης κωλύοντες γαμείν άπέχεσθαι βρωμάτων καί έν τή πρός Κορινθίους δέ έπιστολή λέγει' Περί δέ τών παρθένων έπιταγήν κυρίου ούκ έχω. Ούκούν ό παρθενεύων ού καλώς ποιεί ούδ' ό γάμων άπεχόμενος πονηρού τινος ύφηγήσει πειθόμενοι μή έχοντες πρόσταγμα περί παρθενίας τού Ίησού καί πώς τινες παρθενεύουσαι ώς μέγα τι κομπάζουσι καί λέγουσι πνεύματος άγίου πεπληρώσθαι όμοίως τή τεξαμένη τόν Ίησούν; 

μ. Ι Πώς παράγειν ό Παύλος λέγει τό σχήμα τού κόσμου; καί πώς δυνατόν τούς έχοντας ώς μή έχοντας είναι καί τούς χαίροντας ώς μή χαίροντας καί τάς λοιπάς τούτοις γραολογίας είναι πιθανάς; πώς γάρ δυνατόν τόν έχοντα μέν ώς μή έχοντα γενέσθαι; πώς δέ πιθανόν τόν χαίροντα ώς μή χαίροντα; ή πώς τό σχήμα τού κόσμου τούτου παρελθείν δυνατόν; τίς δ' ό παράγων έσται καί τίνος χάριν; εί μέν γάρ ό δημιουργός τούτο παράξειε διαβληθήσεται ώς τό κείμενον άσφαλώς κινών καί μεταφέρων' εί δ' έπί τό κρείττον παράξει τό σχήμα κατηγορείται κάν τούτω πάλιν ώς ού συνιδών έν τή δημιουργία τό άρμόζον καί πρέπον σχήμα τώ κόσμω άλλά τού κρείττονος λόγου λειπόμενος έκτισεν αύτόν ώσπερ άτελή. Πόθεν γούν ίστέον ώς είς τό καλόν ή τού κόσμου φύσις όψέ τών χρόνων άλλαττομένη λήξει ποτέ; τί δέ τό συμφέρον τήν τών φαινομένων τάξιν άλλαγήναι; εί μέν γάρ κατηφή καί λύπης αίτια τά τών όρωμένων ύπάρχει πράγματα καταψάλλεται καί τούτοις ό δημιουργός καταυλούμενος εύλόγοις αίτίαις ότι λυπηρά καί ταράττοντα τήν λογικήν φύσιν έτεκτήνατο τού κόσμου τά μέρη καί μεταγνούς έκρινεν άλλάξαι τό πάν. Μή τι γούν ό Παύλος τώ λόγω τούτω ώς μή έχοντα διδάσκει τόν έχοντα φρονείν έπεί τόν κόσμον έχων ό κτίσας ώς μή έχων τούτου παράγει τό σχήμα; καί τόν χαίροντα λέγει μή χαίρειν έπεί τό χαρίεν καί λαμπρόν κτίσμα ό δημιουργός βλέπων ού τέρπεται καθάπερ δ' έπ' αύτώ πολλά λυπούμενος μετάγειν τούτο καί μεταφέρειν διεβουλεύσατο; μετρίω μέν ούν γέλωτι τούτο τό λεξίδιον παραχωρήσωμεν.
Επιστροφή στα περιεχόμενα   -  |  -   Συνέχεια